Από τον Ηλία Γάτο και τον Παναγιώτη Παπαγεωργίου
Ποιες είναι οι διαθέσιμες επιλογές για τη γυναίκα που έχει υποβληθεί σε θεραπείες για τον καρκίνο του μαστού;
Επηρεάζεται η γονιμότητά της; Μπορεί να κυοφορήσει με ασφάλεια;
Η συστηματική θεραπεία για τον καρκίνο του μαστού (χημειοθεραπεία ή/και ορμονοθεραπεία) επηρεάζει με πολλούς τρόπους τη γυναικεία γονιμότητα. Καταρχήν εξαρτάται από το χρονικό παράγοντα, δεδομένου ότι οι θεραπείες αυτές μπορεί να διαρκέσουν από μήνες (συμβατική χημειοθεραπεία) μέχρι και χρόνια (βιολογικοί παράγοντες, ορμονοθεραπεία). Κατά τη χημειοθεραπεία η εγκυμοσύνη αντενδείκνυται λόγω του κινδύνου πιθανής τερατογένεσης, ενώ κατά την ορμονοθεραπεία η γυναίκα εισέρχεται σε τεχνητή παροδική εμμηνόπαυση. Επίσης σημαντικό παράγοντα αποτελεί η άμεση καταστροφή του ωοθηκικού ιστού που μπορεί να οδηγήσει σε μη αναστρέψιμη εμμηνόπαυση.
Συνεπώς το είδος της θεραπείας, ο βαθμός καταστροφής του ωοθηκικού ιστού και η ηλικία αποτελούν παράγοντες που θα καθορίσουν εάν η αμηνόρροια που θα προκληθεί από την συστηματική θεραπεία (χημειοθεραπεία – ορμονικό χειρισμό σε συνδυασμό ή ξεχωριστά) θα είναι μόνιμη ή παροδική.
Στις ασθενείς που επιθυμούν μελλοντική εγκυμοσύνη και πρέπει να υποβληθούν σε συστηματική θεραπεία η οποία μπορεί να προκαλέσει πρόωρη εμμηνόπαυση, υπάρχουν εναλλακτικές προσεγγίσεις για τη διατήρηση της γονιμότητας, όπως η χορήγηση GnRH αναλόγων κατά τη διάρκεια της χημειοθεραπείας ή κρυοσυντήρηση ωοθηκικού ιστού ή ωαρίων για τις γυναίκες χωρίς σύντροφο.
Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα χρονικά περιθώρια είναι περιορισμένα, η εξωσωματική γονιμοποίηση (IVF) και η κατάψυξη εμβρύων αποτελούν αξιόπιστες λύσεις, ιδιαιτέρως εάν χρησιμοποιούνται παράγοντες που δεν προκαλούν ωοθηκική διέγερση (π.χ. ταμοξιφαίνη ή λετροζόλη). Αυτές οι εναλλακτικές λύσεις δεν εφαρμόζονται σε περιπτώσεις όπου κρίνεται απαραίτητη η άμεση έναρξη συστηματικής θεραπείας.
Ειδικότερα σε σχέση με το χρονικό διάστημα κατά το οποίο μπορεί να προγραμματιστεί με σχετική ασφάλεια μια εγκυμοσύνη σε μία γυναίκα που έχει νοσήσει από καρκίνο του μαστού, συνήθως προτείνεται να έχει παρέλθει ένα διάστημα 2-3 ετών από τη διάγνωση, δεδομένου ότι το μεγαλύτερο ποσοστό υποτροπών συμβαίνει συνήθως αυτήν τη χρονική περίοδο.
Σύμφωνα με αρκετές μελέτες – σε μεγάλο δείγμα πληθυσμού – προκύπτει ότι η επίτευξη κυήσεως μετά από επιτυχή ολοκλήρωση θεραπείας καρκίνου του μαστού όχι μόνο δεν επηρεάζει σημαντικά την πιθανότητα επανεμφάνισης καρκίνου του μαστού σε σχέση με τις γυναίκες που επιλέγουν να μην κυοφορήσουν αλλά ασκεί και μια προστατευτική δράση έναντι πιθανής υποτροπής της νόσου. Επιπλέον νεότερες μελέτες δεν κατάφεραν να συσχετίσουν τα φάρμακα υπογονιμότητας που χρησιμοποιούνται στην εξωσωματική γονιμοποίηση με τον καρκίνο μαστού. Παρόλα αυτά, χρειάζεται περαιτέρω παρακολούθηση των γυναικών που είναι 35 ετών και άνω, εκείνων που έχουν κληρονομική προδιάθεση ή που εφαρμόστηκαν αυξημένες δόσεις φαρμάκων διεγέρσεως των ωοθηκών ή που έχουν κάνει περισσότερους από 6 κύκλους, για να διερευνηθεί η πιθανότητα αύξησης του κινδύνου εμφάνισης της νόσου.
Συμπεράσματα
Η παρουσία ή όχι εμμήνου ρήσεως είναι ένας μη αξιόπιστος δείκτης διατήρησης της γονιμότητας μιας γυναίκας που ολοκλήρωσε επιτυχώς ένα θεραπευτικό σχήμα για καρκίνο του μαστού όπως και οι κλασσικές μετρήσεις των FSH. LH και E2 καθώς τυχόν φυσιολογικές τιμές δεν αποδεικνύουν τη διατήρηση της γονιμότητας. Αρκετά αξιόπιστο δείκτη αποτελεί η αντιμυλλέριος ορμόνη (antimullerian hormone – AMH).
Στην πράξη οι θεραπευτικές επιλογές μιας γυναίκας εγκύου στην οποία διαγιγνώσκεται καρκίνος μαστού είναι ίδιες με αυτές των γυναικών που δεν κυοφορούν. Επίσης δεν υπάρχει κανένας τεκμηριωμένος κίνδυνος για το έμβρυο σε περίπτωση εγκυμοσύνης μετά το πέρας της θεραπευτικής αγωγής για τον καρκίνο του μαστού. Τέλος θα πρέπει να σημειωθεί ότι η διακοπή κυήσεως δεν φαίνεται να βελτιώνει τα ποσοστά επιβίωσης των εγκύων γυναικών με καρκίνο του μαστού.